Δε τρέφω καμιά ιδιαίτερη αγάπη για το χωριό. Η Ιθάκη μου ήταν, είναι και θα είναι η τέχνη. Πάντοτε εκεί βρίσκω καταφύγιο. Πάντοτε αυτή η κατάρα και το πάθος μου. Αυτή. Και μόνο αυτή. Όμως το χωριό είναι εκείνο που με μπόλιασε με τέχνη. Δεν έχει σημασία ποιοι είναι οι άνθρωποι του, ποιες οι ζωές τους. Όταν τα βλέπεις όλα σε μια μίκρο ανάλυση έχεις καλύτερη επαφή με τον κόσμο. Και τούτο πάντοτε το γούσταρα. Δε θα πω ότι δε μου την έσπαγε ο μικροαστισμός τους. Τα πικρόχολα σχόλια και το δήθεν και τάχα ενδιαφέρον που δείχνουν στις μικρές κοινωνίες. Αλλά λες και οι μεγάλες διαφέρουν. Απλά στο χωριό μπορείς να το δεις, μπορείς να το παρατηρήσεις. Και όχι επειδή οι άνθρωποι είναι πιο αληθινοί. Όχι, όχι. Το απορρίπτω αυτό. Πλέον δεν ισχύει άλλωστε. Αλλά επειδή είναι οικογένεια. Είναι μια μικρή κοινωνία με δεσμούς αλληλεξάρτησης, όπως κάθε κοινωνία.
Και εσύ έχεις άπειρο ελεύθερο χρόνο να παρατηρείς ανθρώπους και συμπεριφορές. Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις. Να μαθαίνεις, να εξερευνείς. Και να απορρίπτεις. Να απορρίπτεις κάθε μέρα κι από ένα κομμάτι του εαυτού σου. Ώσπου κάποια μέρα γίνεσαι αυτός που γίνεσαι και απορρίπτεις και το χωριό. Όχι τάχα πως στη σπάει, αλλά κουράζει αυτή η καθημερινή επαφή. Αυτή η καθημερινή ευθύνη. Να μην απογοητεύσεις, να μην απογοητευτείς. Πάντοτε εσύ και οι άλλοι σε μια διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης. Πάντοτε εσύ και οι άλλοι σε μια οικογένεια, σε μια κοινωνία, σε ένα υποσύνολο. Ένας διαρκής αγώνας για να αποδεικνύεις κάθε μέρα πως είσαι όμοιος τους. Ένας διαρκής αγώνας για να αποδεικνύεις πως δεν είσαι μοναδικός.
Ξέρεις, τα χωριά πιότερο από όλα, έχουν αυτή την αντίληψη. Πάντοτε να προσπαθούν να σε εκμηδενίζουν, να προσπαθούν να σε εξωθούν σε συμβατικές καταστάσεις για να σε χωρέσουν. Ποτέ να μη σε αντέχουν έτσι όπως είσαι. Έτσι όπως σκέφτεσαι.
Όμως, είναι που πάντα τούτη η παρακμή έχει μια γλυκιά γεύση αηδίας. Τούτη η παρακμή έχει ένα γλυκό συναίσθημα αγανάκτησης. Πάντοτε να την αντιπαθείς και πάντοτε να τη γυρεύεις. Σαν όλα τα εξαρτησιογόνα που τάχα ποτέ δοκίμασες. Σαν όλα τούτα που έχεις συνηθίσει και αρνείσαι να αποχωριστείς. Σαν τη σχέση με τη Λένα που διαιωνίζεις.
Η σχέση που πια διατηρείται από μια γαμημένη συνήθεια. Η σχέση που δε βρίσκεις λόγο να χαλάσεις, μήτε λόγο να κρατήσεις. Αλήθεια είναι τόσο παράξενο τούτο το συναίσθημα. Να μη θες να την ακουμπάς, αλλά να νιώθεις στοργικά για αυτήν. Να την αγαπάς με όλο σου το είναι, αλλά να χεις κουραστεί να υπομένεις και να επιμένεις. Να χεις κουραστεί να αναλώνεσαι στην ίδια συζήτηση πέντε χρόνια. Να χεις κουραστεί να κάνεις τον μπαμπά. Όχι πως τάχα το επιδιώκει. Μα ξέρεις ότι τον χρειάζεται. Και να χει κουραστεί και αυτή.
Σαν ψαροκόκκαλα οι δυο ζωές πεταμένες στον πάγκο της κουζίνας. Χωρίς πόθο και εγκαρτέρηση, τα σώματα εγκαταλελειμμένα να μάχονται ανούσια σε ένα τόσο βαρετό πάντρεμα. Σε μια καθημερινότητα που πιότερο μοιάζει με αντιβίωση. Σε μια καθημερινότητα που χει το χρώμα της ώχρας, το χρώμα της συνήθειας. Αδύναμοι πια για έρωτα, απρόθυμοι να προσπαθήσουν. Μιας και η ίωση συνεχίζει να υπομένει και να σιγοτρώει τα σωθικά τους. Μιας και ο οργανισμός δε χαμπαριάζει από τούτο το φάρμακο πια. Μιας και ο οργανισμός το συνήθισε και δεν αντιδρά. Μιας και συνήθισε σε μια σχέση που πιότερο μοιάζει με καρδιογράφημα πεθαμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου