Τον είδα χθες να τον περιφέρουν με αλυσίδες. Θα 'ταν δε θα 'ταν δεκαοχτώ χρονώ. Αμούστακο παιδαρέλι με μπουκλωτές τούφες να πέφτουν μες τα μάτια. Δεμένα χέρια, δεμένα πόδια, κλειστό το στόμα, φιμωμένη συνείδηση. Γύρω του ξαναμένοι φύλακες, αναψοκοκκινισμένοι. Κάποιοι τον έφτυναν, κάποιοι τον γρονθοκοπούσαν. Κάποιοι πιο διστακτικοί, απλά τον έβριζαν χωρίς να ξέρουν αν θέλουν να τον χτυπήσουν, χωρίς καν να ξέρουν αν έχουν καν νόημα οι άναρθρες λέξεις που του είχαν προσάψει. Χωρίς καν να τους ενδιαφέρει και πολύ.
Εκείνος προχωρούσε με αργό βηματισμό σέρνοντας τις αλυσίδες που 'χε στα πόδια. Ο άσπρος χιτώνας του έμοιαζε σκισμένος, γεμάτος αίμα. Δεν έδειχνε μεταμέλεια. Κοιτούσε παθητικά και γαλήνια το δρόμο προς τον Ιαβέρη να ανοίγεται μπροστά του. Δε μιλούσε, δεν αντιστεκόταν. Θαρρείς πως ούτε θλιμμένος έδειχνε, πως έμοιαζε χαρούμενος. Τα χείλη του πρόδιδαν ένα αχνό μειδίαμα. Θαρρείς ευτυχία, θαρρείς ειρωνεία. Δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις μέσα στο πλήθος.
"Τι να 'χει κάνει το κωλόπαιδο;", η πρώτη σκέψη στο μυαλό όλων. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν και τον έδειχναν επικριτικά. Κάποιοι τον χλεύαζαν κιόλας. Αυτός συνέχιζε τη μακάρια κάθοδό του χωρίς καν να γυρίσει προς το μέρος τους, χωρίς καν να τους κοιτάξει. Δε κατέβασε μήτε το κεφάλι από ντροπή. Τότε κάποιοι έσπευσαν να τον πουν "θρασύ", "ηλίθιο". Πως τάχα του αξίζει ότι και να πάθει, πως τάχα δείχνει αμετανόητος. Εκείνος συνέχισε να υπομένει. Τα μάτια του χαμογελούσαν και κοιτούσαν ίσια το δρόμο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα παιδιά που έπαιζαν στην άκρη του δρόμου. Εκείνα ήξεραν. Μόνο εκείνα.
Όλη αυτή η αφρόκρεμα, μια μάζα μικροαστών. Μια μάζα ανάξια να ασχοληθεί μαζί της, ανούσια. Δε τους κρατούσε κακία. Όχι, όχι. Όλους τους είχε συγχωρέσει έναν-έναν το προηγούμενο βράδυ. Το βράδυ που έγινε Θεός. Και διόλου δε τον ένοιαζαν τα μικροαστικά σχόλιά τους. Γιατί ήξερε. Ήταν πια πράος, γαλήνιος. Ήξερε. Ήξερε. Την είχε νιώσει. Είχαν υπάρξει. Οι δυο τους σε ένα σώμα. Οι δυο τους σε μια ηδονική νεκρανάσταση. Οι δυο τους στην πιο ειρωνική τους στιγμή. Να παλεύουν από δίψα για έρωτα. Από αγάπη και μίσος. Να σφίγγουν τα δόντια ημιλιπόθυμοι, καθώς ισχνές ρανίδες ιδρώτα έπεφταν μετέωρες στο έδαφος. Νικημένοι πια να προσπαθούν να σώσουν ότι απέμεινε από τη σάρκα τους. Νικητές στην αιωνιότητα.
Κι ας έλεγαν οι γνωστικοί πως τάχα το φαντάστηκε, πως τάχα έβλεπε οράματα. Αυτή ήταν εκεί. Γυμνή από ρούχα. Ντυμένη φως και έρωτα. Παραδομένη στην τόση του ασχήμια. Στην ασχήμια των δεκαοχτώ του χρόνων. Πιστή στον πιο ευσεβή πόθο του. Την κράτησε, την ένιωσε να συσπάται. Ένιωσε τη ζωή να βγαίνει από μέσα του. Ένιωσε τη ζωή να γεννάει ζωή, μέσα από την πιο ηδονική του στιγμή. Να περνά στην αιωνιότητα. Μαζί. Μαζί με εκείνη.
Κι αν τάχα αυτή δεν υπήρξε ποτέ, αν τάχα το φαντάστηκε, κείνο που πιότερο είχε σημασία ήταν πως το 'χε νιώσει. Και ήξερε. Ήξερε καλύτερα από όλους αυτούς τους Φαρισαίους πως ένιωθε. Νιώθω. Επαναλάμβανε συχνά σα να 'λεγε τάχα κάποια προσευχή. Και τούτοι οι γνωστικοί τον κοιτούσαν τρομαγμένοι. Θαρρείς πως ψέλλιζε ύμνους σε κάποιο δαίμονα. Πως τάχα τον είχε κυριεύσει κάποιο πνεύμα. "Νιώθω." φώναζε τότε πιο δυνατά.
Το πρωί θα τον έκαιγαν. Θα τον έριχναν στη φωτιά για παραδειγματισμό. Όμως, μόνο εκείνος ήξερε γιατί. Εκείνος είχε νιώσει. Είχε νιώσει πως είναι να γαμάς από έρωτα. Και πια καμιά ανάγκη δεν είχε την αποδοχή τους. Γιατί ήξερε. Ήταν πλέον "φως εκ φωτός".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου