Κάθομαι πάλι, σ’ εκείνη τη γωνιά του καναπέ. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά είναι πιο σπίτι απ’ οπουδήποτε αλλού. Ίσως είναι η φθορά του, που πίσω της βλέπω αναμνήσεις απ’ τις μούσες που ξάπλωσαν πάνω στην κάποτε στιλπνή, φρέσκια δερματίνη. Ίσως είναι οι πεθαμένες μνήμες ενός ζωντανού κάποτε, που τώρα έχουν θαφτεί κάτω από τα ξεσκισμένα κρόσσια. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ίσως είναι που συμβολίζει τη ζωή μου ολάκερη.
Απέναντι, βουβοί οι σκουριασμένοι σωλήνες τρυπάνε ένα μουχλιασμένο τοίχο, σα να ‘ταν κάποια μεσσιανική ραψωδία. Σου είχα πει ότι θα τους φτιάξω. Δε βγάλαν τα λεφτά. Ξέμειναν έτσι, να στάζουν σκουριά πάνω στον τοίχο. Ξέμεινα κι εγώ, να στάζω σκουριά πάνω στον καναπέ.
Μόνη συντοφιά ένα σαραβαλιασμένο γραμμόφωνο, ένα μουσκεμένο πακέτο τσιγάρα, ένα γυάλινο γλυκό μπουκάλι λήθη, πικρό πετρέλαιο. Έξω, η βροχή καταρρακτώδης. Μέσα; Άσε το μέσα.
Κι εγώ κάθομαι πάλι σ’ εκείνη τη γωνιά, με δεσμώτη τις σκέψεις, αυτές που μανιωδώς προσπαθώ να πνίξω με τον καπνό και το ποτό. Οι χαρακιές στο γραμμόφωνο, φριχτές, τυρρανούν τ’ αυτιά μου, τα τρυπάνε. Όπως οι σωλήνες τον τοίχο. Μια διαπεραστική νότα εδώ, λίγος θόρυβος εκεί, σκουριά παντού. Και μια στυφή γεύση στο στόμα, θαρρείς και κάθε μέρα, κάθε ώρα που ‘χει περάσει, έχει αφήσει εκεί, παρακαταθήκη, την υπογραφή της.
Έφυγες, λοιπόν. Τί κι αν βγήκα στη βροχή; Ούτε που γύρισες το κεφάλι. Ποιος μαλάκας γράφει τις ταινίες; Έχει ζήσει καθόλου; Τί σχέση έχουν με τη ζωή; Υγρές ονειρώξεις στο χαρτί, από κάποιο παιδαρέλι, όλες τους. Η ζωή δεν έχει δακρύβρεχτη επιστροφή. Ένα άντε γαμήσου έχει, και μετά μαύρο.
Το ‘ξερα τη μέρα που σε γνώρισα ότι ήμουν λίγος για σένα. Στο ‘πα. Δε μ’ άκουσες. Εσύ έβλεπες τα δικά σου. Κι η μαλακία μου ήταν, είναι, πάντα θα ‘ναι, ότι σ’ άφησα να με πείσεις. Και τώρα, άντε γαμήσου. Και μαύρο.
Μια γουλιά ακόμα. Δεν πειράζει. Κάποια παρένθεση θα βρω. Σ’ αυτήν την πόλη, οι παρενθέσεις ζούνε σε κάθε σοκάκι. Δε χρειάζεται προσπάθεια. Και, ξέρεις, έχω κουραστεί να προσπαθώ. Σου ‘πα ποιος είμαι απ’ την αρχή. Δε σου ‘κρυψα κάτι. Δε σ’ εξαπάτησα. Όμως εξαπάτηση ήθελες κι εσύ. Τί ήθελες να κάνω; Προσπάθησα.
Ακούω τη βροχή που μαστιγώνει το παράθυρο. Η μισή νομίζω μπαίνει μέσα. Σάπισε το ξύλο. Σάπισαν τα στεγανά μου όλα. Όλα μπαίνουν μέσα, όλα πλημμυρίζουν, όλα φωτιά και στάχτη. Πουτάνα όλα. Γάμα το. Θυμάμαι ένα σκαλισμένο θρανίο, κάποτε, στο Λύκειο, σε μιαν άλλη ζωή θαρρείς. Χαραγμένο με τη λάμα μιας ξύστρας. “Η ζωή είναι ένας κώλος. Γάμησέ τον, πριν σε χέσει.” Ε, κάπως έτσι, ναι.
Προσπαθώ. Όχι να ‘μαι το καλύτερο και μαλακίες χίπικες. Μ’ απωθεί ο ανταγωνισμός και τα ουράνια τόξα που κλάνουν κουνελάκια. Να ‘μαι εγώ, και μόνο. Φτηνές, ανέξοδες συμβουλές έχουν όλοι. Κάνε αυτό. Κάνε εκείνο. Κάνε τ’ άλλο. Όταν όμως έρθουν οι συνέπειες της εφαρμογής τους, είναι δική σου ευθύνη. Εσύ τις λούζεσαι. Εσύ ζεις μ’ αυτές. Κανένας άλλος. Τί έχω να χάσω; Ό,τι και να ‘χω να χάσω δε σου πέφτει λόγος, μαλάκα. Καθένας κρίνει για τον εαυτό του και μόνο. Οι άνθρωποι πάντα σ’ ερμηνεύουν μ’ έναν τρόπο με τον οποίο να μπορείς να τους γίνεις κατανοητός, να τυλίξουν το νου τους γύρω σου. Όσο μικρότερος είναι αυτός, τόσο πιο μικρή και διαστρεβλωμένη η εικόνα σου που αντέχουν να επεξεργαστούν. Για τα υπόλοιπα, Προκρούστης.
Πιάνω στα χέρια μου το πακέτο. Μήπως σ’ ερμήνευσα κι εγώ λιγότερο απ’ ό,τι ήσουν; Τί μαλάκας. Φυσικά. Πώς ν’ αγκαλίασεις τη φωτιά - πώς να γαμήσεις τη φωτιά - και περιμένεις να μη μείνεις μετά μ’ αποκαΐδια; Στάχτες, σαν αυτές που ρουφάω τώρα. Στάχτες, και μαύρο, κι αυτό το άντε γαμήσου.
Όμως γιατί ήρθες σ’ εμένανε εσύ; Αυτό δε νιώθω. Πάει στο διάολο εγώ. Είσαι φωτιά. Φυσικά και σ’ ήθελα. Ένα μυαλό που πάντα τρέχει, φτερά στους αγαλματένιους ώμους σου, κορμί γι’ αμαρτίες. Εσύ τί σκατά ήθελες;
Το γραμμόφωνο έχει πάψει εδώ κι ώρα. Δεν ξέρω αν θέλω να το ξαναβάλω να παίξει. Δεν ξέρω αν θα τελειώσω το μπουκάλι ή αν θα με τελειώσει αυτό πρώτο. Δεν ξέρω πότε σταμάτησε η βροχή. Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει.
Δεν ξέρω καν αν ακούω τα κλειδιά στην πόρτα ή αν έχω αποκοιμηθεί ήδη. Ξεφυσάς; Με σέρνεις στο κρεβάτι; Νομίζω νιώθω τη φωτιά σου να φουντώνει στο πετρέλαιο το δικό μου. Νομίζω νιώθω τη ζέστη σου να με καίει. Κάψε με. Στάχτες είμαι. Γιατί ήρθες πίσω στην τρώγλη; Γιατί πάντα έρχεσαι πίσω, γαμώ την τρέλα μου; Γιατί δε σ’ απωθώ; Γιατί δεν είμαι αρκετός να σε διώξω;
Αναδημοσίευση από: Βόρειος Άνεμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου