Αυτό το κείμενο δεν είναι για σένα. Σήμερα ξύπνησα γάμησε τα. Όπως σου πα και χθες, η συνέχεια θα δείξει. Η συνέχεια πάντα δείχνει. Γι' αυτό σκάσε και ζήστο. Δεν ωφελεί να αναλύεις και να ανακυκλώνεσαι. Δεν ωφελεί πολύ περισσότερο να γαμάς το καθετί που νιώθεις, να το βιάζεις με τη σκέψη. Τα χε πει ο Όσκαρ - ένας παλιός σύντροφος - ότι σκέφτεσαι, το καταστρέφεις. Γι' αυτό σου λέω ζήστο. Μην αναλύεις. Ζήσε.
Σήμερα γουστάρω να σου μιλήσω για την άλλη μου ερωμένη. Για εκείνη την ερωμένη που με ξέρει καλύτερα κι από σένα. Φαντάσου. Για εκείνη την ερωμένη που συναντάω κάποια βράδια. Κάθε φορά, είναι η πρώτη φορά. Κάθε φορά να σκέφτομαι πως θα είναι πάλι μια από τα ίδια. Κάθε φορά να μου γαμάει το κεφάλι. Όχι, όχι. Τούτη η ερωμένη δεν έχει ούτε κώλο, ούτε βυζιά. Δεν έχει μήτε δύο μάτια. Έχει όμως ψυχή. Έχει εγκέφαλο. Και τα δίνει όλα. Και ξεγυμνώνεται κάθε φορά. Και γουστάρει. Και κάθε φορά το παίζει ακόμα και πιο δύσκολη. Κάθε φορά να βασανίζομαι μέσα της μέχρι να έρθω σε οργασμό. Να με βασανίζει με κόλπα ζόρικα. Να μου βγάζει την πίστη μέχρι να με τελειώσει. Να μπαίνει στο κεφάλι μου και να τα κάνει όλα πουτάνα. Κι ύστερα όταν με τελειώνει να κάνω ώρες και μέρες να συνειδητοποιήσω το τι έζησα. Ναι, τούτη η ερωμένη ξέρει πολλά. Τούτη η ερωμένη μπορεί να σου μιλήσει για μένα.
Χθες το βράδυ τη συνάντησα. Είχα καιρό να τη δω. Είχα καιρό να την αγγίξω. Όχι, όχι. Αυτή η ερωμένη δεν αφήνει να την αγγίξω. Πάντα μου δείχνει τον εαυτό της, τον ξεγυμνώνει. Αλλά ποτέ δε γουστάρει μήτε να την αγγίζω, μήτε να της μιλάω για μένα. Τόσο πρόστυχη είναι, τόσο αδιάφορη. Μονίμως να μου λέει πράγματα για τον εαυτό της. Να τα δίνει όλα και ποτέ να μη κρατάει τίποτα. Πάντα να γουστάρει να πει κι άλλα. Και ποτέ να μη τελειώνουν. Και μονίμως, αυτή της η εξομολόγηση να με γαμάει. Και μονίμως να βρίσκω τον εαυτό μου μέσα της. Μονίμως να χάνομαι μέσα της.
Τόση ώρα που σου μιλάω, θα έχεις αρχίσει να αναρωτιέσαι. Ξέρω. Αν δε το νιώσεις, δε θα καταλάβεις. Αν δε τη δεις, δε θα με νιώσεις. Χθες το βράδυ, λοιπόν - θαρρώ γι' αυτό ξεκίνησα να σου μιλάω- την πέτυχα στην Πλάκα. Σε κάποια σκηνή της Φρυνίχου. Στεκόταν λιτή και απέριττη χωρίς πολλά φτιασίδια - έτσι είναι καλύτερες, πάντα δείχνουν καλύτερες έτσι, χωρίς αυτές τις μπογιές στη μάπα τους. Τις γουστάρω πολύ τις ατημέλητες γκόμενες, δείχνουν τόσο γαμημένα αληθινές μέσα σε τόσες διαολεμένα ψεύτικες, τις γαμημένα πανομοιότυπες που θαρρούν πως μας αρέσουν. Οι ατημέλητες έχουν τη γεύση μιας εφηβείας, μιας καυλωμένης εφηβείας που ποτέ δε τελείωσε για εμάς, μιας εφηβείας που πάντα θα έχουμε μέσα μας και πάντα θα κυνηγάμε. Γι' αυτό τις προτιμάω. Συγχωρέστε με για τούτες τις παρενθέσεις. Είναι που στο μυαλό υπάρχει χάος μετά από εκείνη τη συνάντηση.
Την είδα χθες, την ένιωσα. Υπήρξε. Στ' αλήθεια υπήρξε. Το πρώτο τέταρτο την έστησα. Γαμημένη κίνηση, γαμημένα φανάρια. Ποτέ δε μου αρέσει να στήνω τούτη την ερωμένη. Έφτασα καθυστερημένος. Μπήκα μέσα. Έδωσα το όνομά μου στην είσοδο. Ένας ταξιθέτης με έβαλε να καθίσω στον πάνω όροφο. Κι εκεί την άκουσα να μιλάει. Εκεί την είδα. Να καταρρίπτει τον Μαρξ, να καταρρίπτει τον καπιταλισμό, να καταρρίπτει μία-μία θεωρίες χρόνων, συναισθήματα ετών. Κι ύστερα, εκεί που με έχει ξεμυαλίσει με τούτα της τα πολιτικά να μου βάζει τζαζ μελωδίες για να με ηρεμήσει. Για να μου χρυσώσει κάπως πιο εύπεπτα το χάπι. Κι εγώ να γουστάρω. Να ναρκώνομαι και να γουστάρω. Κι αυτή να το απολαμβάνει. Και όταν πια με δει συγκινημένο, νικημένο από το γαμημένο που πόθο αυτή να συνεχίζει να παίζει με το μυαλό μου και να μου μιλά για έρωτα. Να μου μιλά για αλλοτρίωση. Για την αλλοτρίωση των ανθρώπων, για τις σχέσεις. Ναι, ναι τόσο θράσος. Η πάλη των ηρώων της, η εσωτερική μας πάλη. Η σιγή ανάμεσα στις λέξεις της, ο μεγαλύτερος φόβος μας. Η μελωδία ανάμεσα στις προτάσεις της, το πιο όμορφο χάος. Με ερέθισε τόσο που γύρισα σπίτι και δεν είχα καν όρεξη να σου στείλω. Με ερέθισε τόσο που ακόμα τη φέρνω στο μυαλό.
Και δεν ήταν σα τον έρωτα που κάνω μαζί σου. Και δεν ήταν καν σαν τον έρωτα που έκανα με καμία άλλη. Γιατί τούτη πιότερο από όλες δε νοιάστηκε ποτέ της για μένα. Γιατί τούτη πιότερο από όλες μίλησε στην ψυχή μου, χωρίς να με ξέρει. Μίλησε για μένα σε όλους. Συστήθηκε και ένιωσα να συστήνει κι εμένα. Πόνεσε και πόνεσα κι εγώ μαζί της. Χόρεψε και με έβαλε στο ρυθμό της. Οι κινήσεις της μια μαστουρωμένη μελωδία, η φωνή της παράθυρο στο χάος. Κι εγώ γυμνός και νικημένος να ξεμπροστιάζομαι μπροστά στους παριστάμενους που κάθονταν στις δίπλα θέσεις. Κι εγώ άοπλος και αμέτοχος να την παρατηρώ να μιλάει σε μένα, να μιλάει για μένα. Ναι, τούτη την ερωμένη θαρρώ δε θα την αφήσω ποτέ.
Με ξεκουρασε η γραφη !!!!! Συγχαρητηρια
ΑπάντησηΔιαγραφήαπιστευτο
ΑπάντησηΔιαγραφή