Η ανταύγεια των πόθων σου χρωματίζει τα βράδια μου.
Μία μοίρα που κινεί το φεγγάρι πάντα γύρω από το βλέμμα σου, ψάχνει να κυριεύσει τις ψυχές των χαμένων στα όνειρα, βρίσκει έδαφος να ριζώσει μέχρι να εκπλήξει με το μεγαλείο της λύπης της.
Χέρια που χαϊδεύουν τον αέρα, αγκαλιές που προστατεύουν τον κόσμο, χαμόγελα που γλυκαίνουν τα σύννεφα, μάτια που σπαθίζουν τον ουρανό.
Φοβάμαι σημαίνει αγαπώ και χάνω.
Σε φοβάμαι σημαίνει σ’ αγαπώ, γι’αυτό χάνομαι.
Οι ώρες που τρέχουν στον αγώνα των στιγμών πάντα θα χάνονται στο δρόμο, από φόβο μήπως εκμηδενιστούν σε αιώνες. Και τα δευτερόλεπτα τότε προελαύνουν στη μνήμη των επιθυμιών ταπεινά.
Τα σώματα τα εξουσιάζουν αόρατα “θέλω” που γεμίζουν τον αέρα ασφυκτικά.
Ώσπου σπαρταράει το κορμί σε μια ζεστασιά αποστερημένη.
Απόβλητος από το μόνο καταφύγιο που βρήκες για να ξεχάσεις εσένα στον κόσμο.
Ήχοι από το μέλλον σε καλούν να παραιτηθείς, καθώς ξεπηδούν πλάσματα από όνειρο φτιαμένα που χορεύουν και σε ζαλίζουν. Σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ξελογιάζουν σε μουδιασμένες αποδράσεις.
Τα ταξίδια που ποτέ δεν θα κάνω, τα ονειρεύομαι και τα ζω.
Όχι από αδυναμία μου να φύγω, αλλά επειδή δεν υπάρχουν τόσο κολασμένοι παράδεισοι να με γοητεύσουν, να με τρομάξουν, να τους υποτάξω.
Στο τέλος κάθε παιχνιδιού δεν μετράω θύματα, παρά μόνο αγωνία.
Κι έτσι ασφαλής, γελάω με τις αμυχές που προσδοκώ, με τους κινδύνους που κυνηγάω’ κι όσο πιο καθολική η διακινδύνευση, τόσο πιιο πλούσιος σε αποδράσεις ο οραματισμός.
Κι αν πια δεν θυμάμαι, δεν είναι ότι γέρασα, αλλά ότι πια απαρνήθηκα να κρατώ σκιές στο σκηνικό της ψυχής μου.
Μία μοίρα που κινεί το φεγγάρι πάντα γύρω από το βλέμμα σου, ψάχνει να κυριεύσει τις ψυχές των χαμένων στα όνειρα, βρίσκει έδαφος να ριζώσει μέχρι να εκπλήξει με το μεγαλείο της λύπης της.
Χέρια που χαϊδεύουν τον αέρα, αγκαλιές που προστατεύουν τον κόσμο, χαμόγελα που γλυκαίνουν τα σύννεφα, μάτια που σπαθίζουν τον ουρανό.
Φοβάμαι σημαίνει αγαπώ και χάνω.
Σε φοβάμαι σημαίνει σ’ αγαπώ, γι’αυτό χάνομαι.
Οι ώρες που τρέχουν στον αγώνα των στιγμών πάντα θα χάνονται στο δρόμο, από φόβο μήπως εκμηδενιστούν σε αιώνες. Και τα δευτερόλεπτα τότε προελαύνουν στη μνήμη των επιθυμιών ταπεινά.
Τα σώματα τα εξουσιάζουν αόρατα “θέλω” που γεμίζουν τον αέρα ασφυκτικά.
Ώσπου σπαρταράει το κορμί σε μια ζεστασιά αποστερημένη.
Απόβλητος από το μόνο καταφύγιο που βρήκες για να ξεχάσεις εσένα στον κόσμο.
Ήχοι από το μέλλον σε καλούν να παραιτηθείς, καθώς ξεπηδούν πλάσματα από όνειρο φτιαμένα που χορεύουν και σε ζαλίζουν. Σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ξελογιάζουν σε μουδιασμένες αποδράσεις.
Lovers Moon And Night by Marielouise Ertle
Όχι από αδυναμία μου να φύγω, αλλά επειδή δεν υπάρχουν τόσο κολασμένοι παράδεισοι να με γοητεύσουν, να με τρομάξουν, να τους υποτάξω.
Στο τέλος κάθε παιχνιδιού δεν μετράω θύματα, παρά μόνο αγωνία.
Κι έτσι ασφαλής, γελάω με τις αμυχές που προσδοκώ, με τους κινδύνους που κυνηγάω’ κι όσο πιο καθολική η διακινδύνευση, τόσο πιιο πλούσιος σε αποδράσεις ο οραματισμός.
Κι αν πια δεν θυμάμαι, δεν είναι ότι γέρασα, αλλά ότι πια απαρνήθηκα να κρατώ σκιές στο σκηνικό της ψυχής μου.
στο τελος και αυτου του παιχνιδιου νιωθω κερδισμενη,πολυ ερωτα,πολυ κλαμα.στεκομαι στα ποδια μου, νιωθω παλι αναστημενη.ετσι τα θελω ολα,πολυ.
ΑπάντησηΔιαγραφή