“Δεν έχω χρόνο να περιμένω για θαύματα.”
Έτσι θυμάμαι πάντα τη Μυρτώ.
Συνήθιζε να κάθεται μόνη της, σ’ ένα μισοσαπισμένο παγκάκι, που μια φορά κι έναν καιρό ίσως ήταν βαμμένο σ’ ένα κυπαρισσί πράσινο. Καθόταν στην άκρη-άκρη, σα να περίμεναν άλλοι πέντε να κάτσουν πλάι της, κι έφτιαχνε κάθε τρεις και λίγο τα χοντρά κοκκάλινα γυαλιά της. Στα χέρια της κάποιες φορές κρατούσε ένα βιβλίο, αλλά σπάνια την έβλεπες ν’ αλλάζει σελίδα. Τα άλλα παιδιά συνήθως πετούσαν ένα τόπι στο καλάθι εκεί κοντά και ούτε που της έδιναν σημασία, είτε φορούσε το σκισμένο τζην της είτε το κόκκινο φουστάνι που ‘ταν σα να ‘χε δέσει τραπεζομάντηλο γύρω της.
Τις Κυριακές έλειπε πάντα από το πάρκο. Κανείς δεν ήξερε να σου πει ότι την είχε δει κάπου. Δειλά-δειλά κάποιες μαμάδες είχαν προτείνει ότι ήταν κορίτσι της εκκλησίας. Οι περισσότεροι ανασήκωναν τους ώμους, λίγο τους ενδιέφερε. Ήμασταν κι εμείς, οι αλητάμπουρες της γειτονιάς, που ξέραμε κάτι ψιλά παραπάνω, και κοιταζόμασταν με νόημα για να μη χασκογελάσουμε. Η Μυρτώ στην εκκλησία. Πρώτα θα πάγωνε η κόλαση. Μας έτρωγε κι εμάς, όμως, το μυστήριο των Κυριακών, κι ας ξέραμε πού δεν τις περνάει.
Πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαεφτά όταν ήρθε. Είχε μείνει στην ίδια τάξη, λέγανε, κι όχι μία φορά μόνο. Σίγουρα είχε μείνει στην ίδια τάξη, ναι. Σ’ όλους είχε κάνει εντύπωση το σώμα της, γεμάτο καμπύλες που την κάνανε να μοιάζει μεγάλη γυναίκα, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στα κορίτσια του σχολείου. Τα αγόρια, αλλά και κάποια κορίτσια, στην αρχή την είχαν πλησιάσει, προσπαθώντας να πιάσουν το βλέμμα της. Σύντομα απομακρύνθηκαν πάλι. Τους κοιτούσε όλους με μια αδιαφορία παγερή, σχεδόν απάνθρωπη και βλοσυρή. Σ’ έκανε να νιώθεις σαν ένα μικρό κοπάδι από κουνέλια που πάει να επιτεθεί σε λέαινα.
Θυμάμαι καθαρά ένα απόγευμα. Νοέμβριος ήταν. Ασυναίσθητα, είχα παρατήσει το ποδήλατο λαχανιασμένος, κι είχα κάτσει στο παγκάκι της. Γύρισε και με κοίταξε αργά, σταθερά και εξεταστικά. Αισθάνθηκα ένοχος, σα να ‘χα πατήσει με λασπωμένα παπούτσια σε κάποιο ιερό χώρο. “Με συγχωρείς...” μουρμούρισα κι έκανα να φύγω. “Κάτσε,” μου είπε απλά. Δεν έφερα αντίρρηση.
Πέρασαν μόνο λίγες στιγμές μέχρι να με νικήσει η περιέργεια. “Γιατί δε μιλάς σε κανέναν;” Με το που ολοκλήρωσα την ερώτηση, είχα ήδη μετανιώσει. Περίμενα ακόμα ένα διαπεραστικό βλέμμα, ακόμα μία ιερά εξέταση. Όμως δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτό, απλά χαμογέλασε με πικρία. “Επειδή δε μου μιλάει κανείς.”
“Πώς;” αντέτεινα με αφέλεια. “Αφού έχω δει τόσα παιδιά να προσπαθούν να σου μιλήσουν.” “Δε μου μιλάνε, φίλε. Να πηδήξουν προσπαθούν. Πετάνε δυο ψευτομάγκικες ατάκες, δυο ψευτοεντυπωσιασμούς, κορδώνουν την ουρά τους σαν παγώνια.”
Να πω ότι είχε άδικο, θα ‘λεγα ψέμματα. Όλο το σχολείο την έβαζε πρώτη σε φαντασιώσεις, ακόμα και μ’ αυτόν της το δύστροπο χαρακτήρα. Μιλήσαμε αρκετά εκείνο το απόγευμα. Πολύ περισσότερο από όσο την είχα δει να μιλάει συνολικά όλη τη χρονιά. Αρκετά για να καταλάβω. Δεν ήταν δύστροπος ο χαρακτήρας της. Απλά δεν της άρεσαν τα παιδιαρίσματα. Δεν ανεχόταν να την υποτιμούν. Περάσαμε κι άλλα απογεύματα έτσι, μετά. Πρώτα για λίγα λεπτά, αργότερα με τις ώρες. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό της, αλλά πρέπει να είχαμε αναλύσει κάθε άλλο θέμα, από φιλοσοφία μέχρι ταινίες και μουσική, από γεωστρατηγική μέχρι το θεό - εγώ ήθελα να πιστέψω, εκείνη όχι.
Τέλειωσε η χρονιά, κι ήρθαν οι εξετάσεις. Και - όπως εκείνες τις μυστήριες Κυριακές - η Μυρτώ έλειπε. Πήρα το ποδήλατο την τελευταία Κυριακή της σχολικής χρονιάς (είχα βάλει και καινούριες ντίζες στα φρένα, και καμώθηκα ότι θέλω να τις δουλέψω λίγο) και κατρακύλησα προς το σπίτι της, δυο γειτονιές πιο πάνω, αποφασισμένος να λύσω το μυστήριο των Κυριακών της Μυρτούς αλλά και των εξετάσεων μαζί.
Μια σχετικά νέα γυναίκα, δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε, άνοιξε την πόρτα. Φορούσε μαύρα, σαν εκείνες τις χήρες που βλέπαμε καμιά φορά στο δρόμο, κι είχε το βλέμμα χαμηλωμένο. Τη ρώτησα για τη Μυρτώ. Τα μάτια της με κοίταξαν με μια απροσδιόριστη θλίψη. “Είναι καλά;” επέμεινα.
“Καλά είναι, παιδί μου. Τώρα είναι καλά.”
“Γιατί;” συνέχισα. “Πριν τί είχε;”
Το βλέμμα της γύρισε προς την κολώνα δίπλα μου. Πώς δεν το είδα μπαίνοντας; Τί ηλίθιος. Το κηδειόχαρτο μου έδωσε την απάντησή μου, αλλά η μαυροφορεμένη γυναίκα μου το συλλάβισε κι όλας. “Πατέρα.”
¨Λυπάμαι...” κατάφερα να αρθρώσω μηχανικά.
“Μη λυπάσαι.”
Δεν καταλάβαινα.
“Είναι μέσα η Μυρτώ;”
“Η Μυρτώ θα λείψει για λίγο καιρό.”
“Πού είναι;”
Η μητέρα της με κοίταξε διερευνητικά. Δεν πρέπει να την είχαν ζητήσει πολλοί όλη τη χρονιά, και μάλλον θα της φαινόμουν περίεργος.
“Πώς σε λένε;”
“Μιχάλη.”
Ένα συγκρατημένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
“Α, εσύ είσαι ο Μιχάλης.”
Δαγκώθηκα. Τί ήθελε να πει;
“Περίμενέ με λίγο,” είπε, και χάθηκε μέσα στην πόρτα. Λίγα λεπτά μετά ξαναβγήκε, κρατώντας ένα γράμμα.
“Αυτό είναι για σένα.”
Την ευχαρίστησα, πήρα το γράμμα από τα χέρια της και πήγα στο παλιό ελαιοτριβείο, που ήξερα ότι θα έχω την ησυχία μου. Άνοιξα το γράμμα και το διάβασα.
Περίμενα το σούρουπο για να γυρίσω σπίτι. Δεν ήθελα να φανούν τα κοκκινισμένα μου μάτια. Θαύμαζα τη Μυρτώ από εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου που πρωτομιλήσαμε. Εκείνη την Κυριακή, πολύ περισσότερο. Μέσα σε μια κόλλα χαρτί κατάλαβα γιατί δεν έπρεπε να λυπάμαι, έλυσα το μυστήριο των Κυριακών της Μυρτούς, αλλά και γιατί είχε τόσες άμυνες απέναντι στον κόσμο. Μέσα σε μια κόλλα χαρτί άλλαξαν πολλά.
Την άλλη χρονιά, την είδα στο παγκάκι της πάλι. Οι υπόλοιποι δεν καταλάβαιναν γιατί πέρασε την τάξη, αφού δεν ήταν στις εξετάσεις. Την ευνόησαν, λέγανε, οι καθηγητές, γιατί ήταν άρρωστη εκείνες τις μέρες, στο νοσοκομείο. Είχαν δίκιο για το νοσοκομείο. Δεν είχα δικαίωμα να τους πω γιατί, όμως.
Καθόταν πάλι στη γωνία, όπως και την πρώτη χρονιά. Αυτή τη φορά, όμως, είχε μια γαλήνη στο βλέμμα της. Είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς ποτέ να τ’ αφήσεις πίσω σου εντελώς. Μπορείς όμως ν’ αρχίσεις ν’ ανασαίνεις. Ν’ αρχίσεις να ζεις ξανά. Να πας παρακάτω. Κι η Μυρτώ ήταν αποφασισμένη να το κάνει.
“Μπορώ;” τη ρώτησα.
“Και πολύ άργησες,” μου έκανε παρατήρηση.
“Χαίρομαι που σε βλέπω.”
“Κι εγώ.”
Δίστασα.
“Ρώτα.”
“Έγινε το δικαστήριο;”
“Ναι.”
“Και;”
“Δε με βλέπεις;”
“Ναι. Αλλά...”
“Αθώα.”
“Να που γίνονται θαύματα, είδες;” την πείραξα.
“Δεν έχω χρόνο να περιμένω για θαύματα.”
Καμιά φορά, ακόμα και σήμερα διακρίνω το σκοτάδι να καθρεφτίζεται στα μάτια της. Μα σύντομα φωτίζονται πάλι, και τη βλέπω να ορθώνεται κόντρα στα πάντα, δυνατή. Η Μυρτώ ποτέ δεν έχει χρόνο να περιμένει για θαύματα. Έχει μάθει από μικρή να τα κάνει μόνη της.
Πρώτη δημοσίευση: Βόρειος Άνεμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου