Ξημερώνει Τρίτη. ή Τετάρτη. Ξέρω γω; Λες και έχει καμιά σημασία. Τόσες και τόσες Τρίτες και Τετάρτες και δε τους δώσαμε το νόημα που έπρεπε και δεν αγαπήσαμε όσο έπρεπε. Ξέρεις, ο παππούς είναι στο νοσοκομείο. Τη βγάζει δε τη βγάζει λέει η ξαδέρφη. Η ξαδέρφη τον αγαπάει λέει και έχει πέσει στα πατώματα για δαύτον. Για μένα είναι απλά ένας κύριος στο νοσοκομείο. Αν τον αγαπάω; Αν τον αγάπησα ποτέ;
Ξέρεις, οι άνθρωποι εισπράττουν τα συναισθήματα που προκαλούν. Η ξαδέρφη τα παράτησε όλα και πάει να τον δει στο νοσοκομείο. Εγώ αύριο δίνω μάθημα και είναι Τρίτη. Ναι, Τρίτη είναι. Το ξέρω πολύ καλά. Και όχι δε θα πάω να τον δω. Τον αγαπάω. Όπως αγαπάω οτιδήποτε έχει ζωή σε αυτό τον πλανήτη. Είναι σάρκα και αίμα μου. Όμως δε τον νιώθω δικό μου. Και θαρρείς και έκανε ποτέ τίποτα για να το πετύχει αυτό; Μια ζωή χεσμένη με είχε. Μια ζωή εγώ ήμουν η προνομιούχα, η τσαούσα, αυτή που θα σπούδαζε. Η αποτυχημένη μαθες που δε παντρολογήθηκε από τα δεκάξι. Αυτή που επέλεξε το δικό της δρόμο και δε τον άκουσε ποτέ. Γυναίκα να δουλεύει; Γυναίκα να σπουδάζει; Που ακούστηκε! "¨Πλούσιος να 'ναι ο γαμπρός" με ορμήνευε. Με τούτο τον καημό θα πάει και η μάνα μου αύριο μεθαύριο. Με τον καημό που με ανέθρεψε κι εμένα.
Πάντοτε ήθελε να ελέγχει τους άλλους, πάντοτε αυτός. Πάντοτε η πατριαρχική οικογένεια πάνω από όλα. Και η μάνα που θελε να σπουδάσει; Και αυτή ένα ακόμα μαύρο πρόβατο. Ένα πρόβατο που το βαψαν λευκό. Γι αυτό και έβγαλε όλα της τα απωθημένα πάνω μου. Μια ζωή να μου τσαμπουνάει ότι εγώ και η ριμάδα η οικογένεια που δημιούργησε της στέρησαν τη μόρφωση. Και ο πατέρας της να χει να κοκορεύεται ότι η μάνα μου πήρε ναυτικό και έχει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Πολλά τα λεφτά. Πολλά και καλά. Ζει πλουσιοπάροχα. Την αποκατέστησε τάχα της. Αν τον αγαπάω; Αν τον αγάπησα;
Μπορεί. Δε ξέρω. Δε ξέρω καν αν αγαπάω. Και τούτο με θλίβει πιότερο από όλα. Θαρρείς προσπάθησα, θαρρείς ήθελα. Μα τούτο μου το κουφάρι και θαρρείς την ψυχή μου βιάστηκαν να το μπολιάσουν με θυμό. Θυμό για το μέλλον που δεν έζησε ποτέ η μάνα μου, θυμό για το μέλλον που δε ξέρω καν αν θα ζήσω εγώ. Γυρίζω τις πλάτες μου στο παρελθόν και αγωνίζομαι για το μέλλον. Αν αγαπάω; Αν αγάπησα;
Τούτη η φράση να σφυρομανά αδιάλειπτα το κρανίο μου. Τούτη η φράση σαν ηχώ στο κρανίο του μάταιου τούτου κόσμου. Τη μάνα μου την αγάπησα πιότερο από όλα. Ναι τούτο θαρρείς μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Θαρρείς και τη λυπόμουν. Πάντοτε αυτή το παιδί, πάντοτε εγώ οι ευθύνες. Αν μ' αγαπάει; Αν με αγάπησε;Τούτο θαρρείς θα με βασανίζει πιότερο από όλα. Μαζί με κείνη τη ριμάδα σκέψη πως τάχα όταν αγαπάμε κάποιον πολύ, αυτό θα είναι και η παρακαταθήκη μας σε τούτο το βέβηλο κόσμο, πως τάχα λίγη αγάπη μπορεί να μας χαρίσει την αθανασία. Και ποια τάχα είναι η δική μας παρακαταθήκη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου