Χθες το απόγευμα εξεταζόμουν σε μάθημα. Σκατά τα πήγα. Κι ας διάβαζα πέντε μέρες συνεχόμενα δύο κεφάλαια. Έμπηξα τα κλάματα. Ξέρω τι θα πεις. Αδύναμο γυναικάκι και άλλα τέτοια. Σκατά τα έχω κάνει δικιά μου. Σκατά με ακούς; Δεν ήθελα. Προσπάθησα να το συγκρατήσω. Μα η εκκωφαντική σιγή των πέντε αυτών ημερών σε συνδυασμό με την αποτυχία που δεν έχω μάθει να δέχομαι με έκαναν να σπάσω. Ίσως να μην είμαι η γαμάτη που θέλω να πιστεύω. Ίσως να μην μπορώ να κρατήσω την εικόνα αυτή. Θέλω να είμαι τέλεια σε όλα. Μπορώ; Κι έπειτα, που βρίσκεται η δική μου η ζωή;
Μετά το μάθημα πήγαμε για φαγητό και οινοποσία. Χύμα κρασιά και μεζέδες. Και ήπια. Ήπια για να ξεχάσω πόσο μισώ την άδεια μου ύπαρξη. Ήπια για να λησμονήσω όλα εκείνα που με βασανίζουν, που με αγχώνουν. Σκατά. Και εδώ μετεξεταστέα. Τι τα θες;
Μόνη κι απόψε ανάμεσα σε αγνώστους θα προσπαθήσω να με συμπαθήσουν και να τους συμπαθήσω μην γνωρίζοντας αν πρόκειται καν να τους ξαναδώ. Πίνω σαν να μην υπάρχει αύριο. Πίνω για να καθησυχάσω την οργισμένη μου συνείδηση. Πίνω πολύ περισσότερο για να καταφέρω να τους ανεχτώ και να τους συμπαθήσω. Πίνω γιατί δε θέλω. Κι όμως το κάνω.
Και εκεί έρχεται ο Κ. Θυμάμαι, δε θυμάμαι το ακριβές του όνομα λίγη σημασία έχει αυτό. Έτυχε να καθίσει δίπλα μου. Και να μου πει ότι τον λένε Κ. Και να με ρωτήσει τι κάνω στη ζωή μου. Και τότε δε σταμάτησα να μιλάω. Έβγαλα όλο τον οχετό που κρύβω στο κεφάλι μου και τον μοιράστηκα. Όλα εκείνα που σιχαίνομαι, όλα εκείνα που δε μπορώ στους ανθρώπους και σε μένα. Πάει και το προσωπείο, πάνε και όλα, δικιά μου. Καμία αντίσταση. Κανένας τοίχος.
Εγώ να ακούω τον εαυτό μου. Εγώ με μένα και έναν άσχετο τύπο τον Κ. να με ακούει. Θαρρείς πως ντράπηκα λίγο, σήμερα που ξύπνησα. Έβγαλα τα εσώψυχά μου σε κάποιον που δεν ήξερα. Σε κάποιον άγνωστο. Σε έναν άντρα αρκετά μεγαλύτερό μου. Και με άκουσε. Υπέμενε στωικά να ακούει όλες μου τις ιστορίες και όλα μου τα προβλήματα. Θαρρείς και μου ήταν πιο εύκολο να ανοιχτώ σε αυτόν που δεν τον ξέρω - ακόμα και στους φίλους μας σπάνια ανοιγόμαστε στ' αλήθεια. Κι ύστερα κοίταξα τη μάπα μου στον καθρέφτη. Μετά ντράπηκα πιότερο απέναντι σε μένα. Συνειδητοποίησα την άδεια μου ύπαρξη, την κενότητά μου. Το πόσο τάχα έχω φορτώσει το πρόγραμμά μου. Και το πόσο ψεύτικη έχω γίνει. Δουλειά, μεταπτυχιακό, ψώνια και ύπνος. Από την παραγωγή στην κατανάλωση. Και εκείνο που τάχα να μένει κάθε βράδυ να 'ναι ένα άδειο κρεβάτι και μια ενδεχόμενη αποτυχία να παραμονεύει να σου ληστέψει εκείνες τις μπότες που έχεις βάλει στο μάτι. Γιατί πια έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι τον κάναμε. Σκατά.
"Αγοράζουμε πράγματα που δεν χρειαζόμαστε, με λεφτά που δεν έχουμε για να εντυπωσιάσουμε ανθρώπους που δεν μας αρέσουν.", όπως πολύ σωστά και προφητικά είχε ειπωθεί στο Fightclub.
Fightclub (1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου