Την είδες κι απόψε, όπως και τόσες μέρες τούτο το καλοκαίρι. -Θα ναι από δω ή θα έχει εξοχικό, σκέφτεσαι.- Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα και μακριά σκουλαρίκια. Άτιμη πάστα γυναίκας. Ξέρει τι σου προκαλεί και παίζει μαζί σου. Σε κοιτά με βλέμμα λάγνο με μια παιδική αθωότητα, με ερωτισμό. Σε γδύνει με το βλέμμα. Παίζει μαζί σου μέρες τώρα. Περιμένει να κάνεις την κίνησή σου. Θα την κεράσεις ένα ποτό, ύστερα ένα σφηνάκι. Το ξέρει, το έμαθε. Είσαι πια προβλέψιμος. Και εσύ και οι άλλοι του σιναφιού σου. Θα πας να την φωνάξεις με το όνομά της για να την ρωτήσεις τι κάνει. Εκείνη ως δια μαγείας πάντα θα ξέρει πώς σε λένε, αλλά θα κάνει πως δε το θυμάται, πως τάχα δε το συγκράτησε. Τόσο αδιάφορος της είσαι. Θα γυρίσει προς το μέρος της φίλης της και θα χασκογελάσει με εμπαιγμό. Πιθανότατα κάνει κάποιο σχόλιο για την ηλικία, το στυλ ή τον ηθικό σου ξεπεσμό. "Για δες το γέρο που θέλει και πιπίνια" σκέφτεται. Το ξέρεις. Κι ας την περνάς μόνο 5-6 χρόνια. Παρόλα αυτά σε τραβάει μια άγνωστη έλξη πάνω της.
Θαρρείς πως είναι εκείνα τα ζωώδη ένστικτα, η ανάγκη του άντρα για επιβολή που λεγε σε κάποια φάση η δασκάλα, όταν εσύ χάζευες το βρακάκι της Μαρίας, που καθόταν στο πίσω κάθισμα. Δήθεν και τάχα πως σου 'πεφτε το στυλό. Μικρές τζούρες αθανασίας, μικρές τζούρες μέσα στην παρανομία, να χαζεύεις για λίγο το βάζο με το γλυκό και χωρίς να ξέρεις γιατί, αυτό να σου προκαλεί πάντα ευχαρίστηση. Και η Μαρία και η κάθε Μαρία που 'ρθε έπειτα για να πάρει λίγο από τον εγωισμό σου, για να σου φέρει τη στύση κι ύστερα να σε αφήσει μετεξεταστέο. Όπως τάχα έκανε εκείνη η δασκάλα που ποτέ δεν πόθησες που ποτέ δεν είδες ερωτικά.
Καθεμιά τους ίδια με εκείνη. Και εκείνη μοναδικότερη από όλες. Δε θα παίζει με εμένα το μικρό, σκέφτεσαι. Της γυρίζεις την πλάτη και αρχίζεις να μιλάς με μια σαραντάρα καλοδιατηρημένη που σου τρίβεται. "Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες", σκέφτεσαι για να σου χρυσώσεις το χάπι. Μα ακόμα τη θες. Πίνεις ένα ποτό. Κερνάς και τη σαραντάρα άλλο ένα. Η μικρή αρχίζει να τσιμπάει. Σε κοιτάει. Συνεχίζεις το παιχνίδι σου με τη σαραντάρα. Η μικρή χάνει τον έλεγχο. Ζητάει ποτό. Πίνει ακόμα ένα. Σε κοιτάει και πάλι. Την κοιτάς αλλά κάνεις παιχνίδι με τη σαραντάρα. Αδιαφορείς. Νιώθει ότι σε χάνει. Την έχεις πλέον κατακτήσει. Είσαι σίγουρος πια. Το ξέρεις. Παρατάς τη σαραντάρα με μια πρόφαση και πας να τη ρωτήσεις πως περνάει. Σε ρωτάει τι κάνεις μετά. Σε αιφνιδιάζει. Στο μυαλό σου την έχεις ήδη γδύσει και την πετάς στο κρεβάτι κρατώντας την από τη μικροσκοπική γυμνή της μέση. Τη φιλάς στο λαιμό. Κι ύστερα στο στήθος. Τη φιλάς παντού. Της κάνεις έρωτα. Σου παραδίνεται όπως δεν έχει ξαναπαραδοθεί σε κανέναν. Μπαίνεις μέσα της όπως δεν έχεις μπει σε καμία. Της τραβάς το μαλλί και την κοιτάς μες τα μάτια. "Με έχεις αρρωστήσει", σου ψιθυρίζει. Τη νιώθεις να συσπάται. Το σώμα της τρεμοπαίζει σα μαριονέτα στα δυο σου χέρια. Τελειώνεις. Κι ύστερα της κάνεις μια στοργική αγκαλιά και κοιτάζετε μαζί ένα κοινό τόπο, έναν κοινό ουρανό. Είναι πλέον δικιά σου.
Ξυπνάς. Μούσκεμα και ιδρωμένος. Τη θες. Πρέπει να την ξαναδείς.
(σκηνή από την ταινία "American Beauty")
ΦΩΤΟΣΤΑΛΙΔΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣεμνές και αμυδρές φωτοσταλίδες
νότισαν πάλι το μαξιλάρι μου.
Πρέπει κι απόψε
να σ’ ονειρεύτηκα.
ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΚΩΒΑΙΟΣ