Η μέρα είχε πλέον δύσει. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βυθίζεται πίσω από το βουνό. Εκείνος την περίμενε στο ίδιο σημείο. Είχαν ήδη περάσει τόσοι μήνες κι όλα έμοιαζαν να μην έχουν αλλάξει. Ο ήλιος συνέχιζε να δύει από την ίδια μεριά, το πεύκο συνέχιζε να στέκεται σε εκείνο το σημείο της ακρογυαλιάς... ακόμα και η θάλασσα έμοιαζε να είναι ίδια Η ώρα ήταν περασμένες οχτώ. Κάθισε στο παγκάκι και κοιτούσε επίμονα τους λεπτοδείκτες. Από λεπτό σε λεπτό θα φαινόταν. Πριν μερικούς μήνες του είχε πει "Όχι πια σεξ, μόνο φίλοι". Κι όμως στο τηλέφωνο του φάνηκε κάπως πιο ευάλωτη, πιο συναισθηματική. Θαρρείς πως μέσα του είχε αρχίσει να σιγοκαίει το μικρόβιο του πόθου. Ίσως πάλι και να μη συνέβαινε τίποτα από όλα αυτά. Ίσως απλά να ήταν ένα ακόμα απωθημένο από το οποίο του είχε μείνει απλά σαν ανάμνηση. Άναψε ένα τσιγάρο και χάθηκε στις σκέψεις του, ενώ κοιτούσε με αδηφάγα ματαιότητα τον απέραντο ορίζοντα.
Η φιγούρα της άρχισε να διαγράφεται μέσα από τον ορίζοντα. Ήταν εμφανώς αδυνατισμένη, αλλά πιο όμορφη από ποτέ. Το στήθος της ήταν ακόμα τόσο στητό και έτσι όπως αγκάλιαζε το φόρεμα τους μοιρούς της θαρρείς πως συνέθετε κάποια οργιαστική συμφωνία. Θέε μου, πόσο του είχε λείψει. Η λαχτάρα μέσα του άρχισε να πυρακτώνει το στήθος του από τον πόθο για να την κατακτήσει. Για λίγα λεπτά σάστησε. Δεν ήξερε τι να πει. Έπειτα, κατόρθωσε να πει κάπως αμήχανα και στημένα, "Καλησπέρα". "Καλησπέρα", απάντησε κι εκείνη με τη σειρά της. Κάθισαν για λίγο στην άμμο και άρχισαν να μιλάνε για τις ζωές τους. Η συζήτηση ήταν αμήχανη. Πόσο σάλιο ξόδεψαν για να πουν κενότητες, για να πουν πράγματα χωρίς ουσία, πόσες λέξεις ενόχλησαν για να πληγώσουν ο ένας τον άλλο. Καθόταν και την κοιτούσε χωρίς να την ακούει. Ήξερε πως δεν εννοούσε όλα όσα έλεγε.
"Γιατί ήθελες να βρεθούμε;", της ψιθύρισε στο αυτί κι ύστερα τραβήχτηκε.
"Δε ξέρω...", απάντησε και τον κοίταξε με μια λάγνα παιδική αθωότητα.
Της τράβηξε το μαλλί και τη φίλησε. Πήγε να αντισταθεί. Δε το έκανε. Ένιωθε να έχει παραλύσει. Συνέχισε να της τραβάει το μαλλί και να τη φιλάει. Της δάγκωσε τα χείλη. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Με μία κίνηση του χεριού του της σήκωσε το φόρεμα και της κατέβασε το εσώρουχο. Την ένιωθε πιο υγρή από ποτέ. "Σε θέλω", του ψιθύρισε. Και με μία κίνηση τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της.Τα δυο σώματα τους άβουλα, συνέθεσαν μια αρμονία, μία μάχη, ένα απροσδιόριστο πίνακα σαν ένα σουρεαλιστικό μοτίβο κάποιου ημίτρελου ζωγράφου. Προσπάθησαν απεγνωσμένα να σωθούν από τον εαυτό τους,παλεύοντας με τον πόθο τους. Κι όταν πια νικημένοι κατόρθωσαν να τον ξεράσουν και να τον ξεφορτωθούν από μέσα τους, έβγαλαν μια απεγνωσμένη κραυγή, σαν να ταν πληγωμένα ζώα που καλούσαν σε βοήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου