Μέρες και μέρες παιδεύω στο μυαλό μου τούτη την ιδέα. Κάποιες φορές προσπαθώ να γράψω να τη βγάλω από μέσα μου, να την ξεράσω στο χαρτί. Μα δυσκολεύομαι. Ούτε τι να γράψω ξέρω, ούτε το πως. Είναι κάποια από όλες εκείνες τις φορές που τα συναισθήματά σου είναι ανάμεικτα. Που δε ξέρεις καν αν είναι ανάμεικτα, αλλά ξέρεις ότι είναι αρκετά για να βασανίσουν το μυαλό σου. Μία από όλες εκείνες τις μπερδεμένες καταστάσεις που δεν ξέρεις μήτε πώς να τις ορίσεις, μήτε πώς να τις περιγράψεις. Κάτι σαν το στομάχι σου μετά από μερικά σφηνάκια και μερικά ποτά. Από τη μία θες να τα βγάλεις να ξαλαφρώσεις, από την άλλη γουστάρεις που 'χεις γίνει στουπί έτοιμο να γίνει παρανάλωμα.
Σε παλαιότερη μου ανάρτηση είχα γράψει πως δε μπορεί κανείς μας να ζήσει χωρίς απωθημένα και ότι πάντα θα τριβελίζουν το κεφάλι μας, σαν τις τύψεις μιας ζωής που δε ζήσαμε. Οτιδήποτε και να κάνουμε, όταν αγγίξουμε τον πειρασμό, μονίμως θα βρισκόμαστε δέσμιοι του, σαν τους φυλακισμένους μιας τάχα κάποιας σκάρτης ονειροπόλησης, σαν αιχμάλωτοι μιας κάποιας καλοκαιρινής φαντασίωσης. Το μυαλό μας σα κυνηγημένος πρόσφυγας θα προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές, μα εκείνες θα το γρονθοκοπούν μέχρι να συνετιστεί, μέχρι να σωφρονιστεί και να αποβάλει αυτές του τις μάταιες τούτες σκέψεις.
Ο Ν.Κ. λέει πως ότι δε συνέβη είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά. Ή ότι πιστέψαμε πως δε θα κατέληγε κάπου, έρχομαι να προσθέσω. Αλλά από την άλλη αν σκεφτόμαστε από την αρχή που θα καταλήξει ίσως να μην είχαμε ζήσει τίποτα. Ίσως να είχαμε ένα "λευκό ποινικό μητρώο" με τον φόβο του μέλλοντος, το φόβο του άγνωστου. Ένα "λευκό ποινικό μητρώο". Και ένα βρώμικο μυαλό. Αυτά τα δύο πάντα πήγαιναν μαζί. Δε ξέρω γιατί. Πες από άγνοια, πες από τη φαντασία που οργιάζει, όταν δεν οργιάζει τίποτα άλλο. Πες ότι θες. Δίκιο θα σου δώσω. Δεν είμαι σε θέση να σε κατακρίνω ή να ασχοληθώ με τα μικροαστικά σου σχόλια.
Απλά είναι που εκείνο το πλάσμα έχει το διάβολο στο κορμί της. Και το ξέρει. Αν την έβλεπες θα με καταλάβαινες. Είναι διαβολεμένο πλάσμα, δε μπορεί να 'ναι τούτου του κόσμου. Προχθές με φώναξε με το όνομά μου. Ήξερε πως με λένε, σκέφτηκα. Κι εγώ δε ξέρω τίποτα για εκείνη. Τίποτα πέρα από εκείνες τις γραμμές που διαγράφονται από το φόρεμά της, πέρα από το νεανικό της δέρμα, τα μακριά ξέμπλεκα μαλλιά της που πέφτουν στους ώμους, ανέμελα σαν την αθωότητα των είκοσι της χρόνων. Και το βλέμμα της. Κείνο το βλέμμα, που υπόσχεται τόσα και τόσα, χωρίς να λέει τίποτα. Πού πας να μπλέξεις ρε γέρο;, σκέφτηκα. Μα ξαναήρθε μετά. Και ξανά. Και ξανά. Σαν φιγούρα, σαν σκέψη, σαν φαντασίωση. Και ένα και δύο και τρία βράδια.
Η καύλα είναι σα το χέσιμο σκέφτηκα. Μια φυσική ανάγκη. Πήγα στο μπάνιο και την έπαιξα. Και μία και δύο και τρεις φορές μέχρι να μη τη σκέφτομαι πια. Ήταν μάταιο. Πήρα τηλέφωνο την Ψ. Η Ψ ήταν πάντοτε εκεί για μια δύσκολη ανάγκη. Φίλη καλή από τα παλιά η Ψ. Ήρθε σπίτι και άρχισε να μου τρίβεται. Τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να τον γλύφει με μανία. Τον πήρε στα χέρια της, τον χάιδεψε. Κι όμως καμία στύση. Στο μυαλό μου υπήρχε εκείνη. Έδιωξα την Ψ και της ζήτησα συγνώμη. Έδειξε οίκτο μπροστά στον ταπεινωμένο μου ανδρισμό, μα κατανόηση. Δε μπορούσα να της πω, το λόγο, γι' αυτό προτίμησα να υπομείνω τον εμπαιγμό της. Καμία γυναίκα δεν ανέχεται να της το λες αυτό έτσι, καμία γυναίκα δε το αξίζει.
Αφότου έμεινα μόνος σπίτι, έβαλα ένα ουίσκι μπας και την παλέψω και κοιμηθώ. Είχα ξεράσει όλο μου τον ανδρισμό στο μπάνιο λίγο νωρίτερα, μα ακόμα στριφογύριζε στο μυαλό μου. Παπάρια. Σιγά μη γυρίσει να με κοιτάξει σκέφτηκα. Έβαλα ακόμα ένα ουίσκι και έπεσα ξερός για ύπνο. Μα το άλλο πρωί, θα ξυπνούσα πάλι καυλωμένος με τη σκέψη της. Με την σκέψη πως θα την ξανάβλεπα, πως θα κατάφερνα να της πω κάτι. Να τη ρωτήσω πως τη λένε, ίσως. Ναι, ναι, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή. Κι ύστερα, βλέπουμε.
Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου ιδρωμένος. Ήθελα να χύσω μέσα της, να της κάνω έρωτα όπως δεν έχω ξανακάνει σε καμιά τους. Άναψα ένα τσιγάρο για να κατευνάσω λίγο τον πόθο μου. Πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι και άρχισα να το κατεβάζω με μανία. Μπήκα στο ντουζ και άφησα το κρύο νερό να τρέξει σε όλο μου το σώμα. Μόλις ξεκαύλωσα έπεσα πάλι για ύπνο. Πρέπει να την ξαναδώ, σκέφτηκα.
Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου ιδρωμένος. Ήθελα να χύσω μέσα της, να της κάνω έρωτα όπως δεν έχω ξανακάνει σε καμιά τους. Άναψα ένα τσιγάρο για να κατευνάσω λίγο τον πόθο μου. Πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι και άρχισα να το κατεβάζω με μανία. Μπήκα στο ντουζ και άφησα το κρύο νερό να τρέξει σε όλο μου το σώμα. Μόλις ξεκαύλωσα έπεσα πάλι για ύπνο. Πρέπει να την ξαναδώ, σκέφτηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου